δεκατριετής

δεκατριετής
-ές (AM δεκατριετής, -ές)
1. όποιος έχει ηλικία δεκατριών ετών
2. όποιος έχει διάρκεια δεκατριών ετών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”